Ετυμολογία

επεξεργασία
μετρίασις < μετριά(ζω) + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μετρίασις θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις μέτριος και μέτρον