μετρίασις
Ετυμολογία
επεξεργασία- μετρίασις < μετριά(ζω) + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμετρίασις θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- μετριάζω
- μετρίασμα
- μετριασμός (το χωρατό, σάτιρα, διασκέδαση)
- μετριαστής
→ και δείτε τις λέξεις μέτριος και μέτρον
Πηγές
επεξεργασία- μετρίασις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)