μεταστάσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταστάσα κλιτικός τύπος ουσιαστικοποιημένης μετοχής < αρχαία ελληνική μεταστᾶσα, μετοχή παθητικού αορίστου (μετέστην) του ρήματος μεθίστημι < ἵστημι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταστάσα θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο μεταστάς)
- (παρωχημένο, αρχαιοπρεπές) θηλυκό του μεταστάς
Πηγές
επεξεργασία- μεταστάς, μεταστάσα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)