Δείτε επίσης: μεταστᾶσα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταστάσα κλιτικός τύπος ουσιαστικοποιημένης μετοχής < αρχαία ελληνική μεταστᾶσα, μετοχή παθητικού αορίστου (μετέστην) του ρήματος μεθίστημι < ἵστημι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεταστάσα θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο μεταστάς)

  Πηγές επεξεργασία