μεσημεριανά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεσημεριανά < μεσημεριανός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαμεσημεριανά
- την ώρα του μεσημεριού
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεσημεριανά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμεσημεριανά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μεσημεριανός