Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ μεσαιπόλιος τὸ μεσαιπόλιον οἱ, αἱ μεσαιπόλιοι τὰ μεσαιπόλια
Γενική τοῦ, τῆς μεσαιπολίου τοῦ μεσαιπολίου τῶν μεσαιπολίων τῶν μεσαιπολίων
Δοτική τῷ, τῇ μεσαιπολίῳ τῷ μεσαιπολίῳ τοῖς, ταῖς μεσαιπολίοις τοῖς μεσαιπολίοις
Αιτιατική τὸν, τὴν μεσαιπόλιον τὸ μεσαιπόλιον τοὺς, τὰς μεσαιπολίους τὰ μεσαιπόλια
Κλητική μεσαιπόλιε μεσαιπόλιον μεσαιπόλιοι μεσαιπόλια
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική μεσαιπολίω
Γενική-Δοτική μεσαιπολίοιν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεσαιπόλιος < μέσος + πολιός

  Επίθετο

επεξεργασία

μεσαιπόλιος, -ος, -ον και μεσοπόλιος

Ἔνθα μεσαιπόλιός περ ἐὼν Δαναοῖσι κελεύσας / Ἰδομενεύς ... (Όμηρος, Ιλιάδα, Ν 361|)

Συνώνυμα

επεξεργασία