μαυρισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαμαυρισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του μαυρισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του μαυρισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μαυρισμένος
μαυρισμένων