Ετυμολογία

επεξεργασία
ματαβλέπω < ματα- + βλέπω

ματαβλέπω, αόρ.: ματάειδα, παθ.φωνή: ματαβλέπομαι, π.αόρ.: ματαειδώθηκα, μτχ.π.π.: ματαϊδωμένος

  • (λαϊκότροπο) ξαναβλέπω
    ⮡  πότε θα σε ματαδώ ματάκια μου;
    ⮡  τσακωθήκαμε, κι ούτε ξαναμιλήσαμε, ούτε ματαειδωθήκαμε ποτέ
    ※  Αλήθεια, μάννα, τι γίνεται ο Γυφτοκάβουρας, που είχε φκιάση του Φωκίου το τσικούρι; Μήτε τον ματάειδα πια άφ' όντας έφυγες, μήτε ματάκουσα για δαύτον [μεταγραφή σε μονοτονικό]
    Γεώργιος Δροσίνης, Το βοτάνι της αγάπης, [μυθιστόρημα] (συγγραφή: 1887, στην εφημερίδα Εστία 1888, πρώτη έκδοση: 1901), κεφάλαιο «Μετά δύο έτη» σελ.134 @anemi, έκδοση: Ιωάννης Κολλάρος, 1910.
    ΣτΕ: το μυθιστόρημα, γραμμένο στην καθαρεύουσα, αλλά οι διάλογοι σε δημοτική με ιδιώματα. Ο Κωστής Παλαμάς το αναφέρει στον Πρόλογο @greek-language.gr του Δωδεκάλογου του Γύφτου.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία