μακρυμαλλούσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ma.kɾi.maˈlu.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐κρυ‐μαλ‐λού‐σα
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
μακρυμαλλούσα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μακρομάλλης
- άλλες μορφές: μακρυμάλλα & μακρομαλλούσα από το μακρομάλλης