μακρουλά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαμακρουλά < μακρουλός
Επίρρημα
επεξεργασίαμακρουλά
- έχοντας μάκρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία μακρουλά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμακρουλά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μακρουλό