μαζούτ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαζούτ < άμεσο δάνειο από τη γαλλική ή από την αγγλική mazout ρωσική ? [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαζούτ ουδέτερο άκλιτο
- υγρό καύσιμο, προϊόν της απόσταξης του πετρελαίου
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μαζούτ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας