μαγνητοφωνήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαμαγνητοφωνήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μαγνητοφωνώ
- θα μαγνητοφωνήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μαγνητοφωνώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαμαγνητοφωνήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μαγνητοφώνηση