μαγατζές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαγατζές < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαγατζές, μαγαντζές ή μαγαζές[1][2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαγατζές αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μαγαζές - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ μαγατζές σελ.263, Τόμος 9 & μαγατζές σελ.264, Τόμος 9 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαγατζές < (άμεσο δάνειο) βενετική magazén
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαγατζές αρσενικό
- άλλη μορφή του μαγαζές
Πηγές
επεξεργασία- μαγαζές - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- μαγατζές σελ.263, Τόμος 9 & μαγατζές σελ.264, Τόμος 9 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.