Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λύνει
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Προφορά
1.2
Ρηματικός τύπος
1.2.1
Παρώνυμα
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈli.ni
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
λύ‐νει
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
λύνει
γ΄
πρόσωπο
ενικού
οριστικής
ενεργητικού
ενεστώτα
του
λύνω
Παρώνυμα
επεξεργασία
λινή
λινοί