Ετυμολογία

επεξεργασία
λουτρακίζομαι < λουτράκι + -ίζομαι

λουτρακίζομαι

  • άλλη μορφή του λουτρικίζομαι
    ※  12ος αιώνας Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Γ', στίχ. 63 (62-65) @georgakas.lit.auth.gr
    Αὐτὸς μικρὸς οὐδέν εἰδεν τὸ τοῦ λοετροῦ κατώφλιν,
    καὶ τώρα λουτρακίζεται τρίτον τὴν ἑβδομάδαν·
    ὁ κόλπος του ἐβουρβούρυζεν φθεῖρας ἀμυγδαλάτας,
    καὶ τώρα τὰ νομίσματα γέμει τὰ μανοηλάτα·
    Hans Eideneier (επιμ.), Πτωχοπρόδρομος, κριτική έκδοση, με σχέδια του Αλέκου Φασιανού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012.

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία