Ετυμολογία

επεξεργασία
βουρβουρύζω < λείπει η ετυμολογία

βουρβουρύζω (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό)

  • είμαι γεμάτος με
    ※  12ος αιώνας Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Γ', στίχ. 64 (62-65) @georgakas.lit.auth.gr
    Αὐτὸς μικρὸς οὐδέν εἰδεν τὸ τοῦ λοετροῦ κατώφλιν,
    καὶ τώρα λουτρακίζεται τρίτον τὴν ἑβδομάδαν·
    ὁ κόλπος του ἐβουρβούρυζεν φθεῖρας ἀμυγδαλάτας,
    καὶ τώρα τὰ νομίσματα γέμει τὰ μανοηλάτα·
    Hans Eideneier (επιμ.), Πτωχοπρόδρομος, κριτική έκδοση, με σχέδια του Αλέκου Φασιανού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012.

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία