Ετυμολογία

επεξεργασία
λουτρικίζομαι < λουτρικόν + -ίζομαι

λουτρικίζομαι (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία