λιοτρίβω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιοτρίβω < λειοτρίβω < λειοτριβώ, από σύγχυση του «λειο-» (λείος, λειαίνω) με το λιο- (στη σημασία ελιά) με την επίδραση του λιοτριβειό (ελαιοτριβείο)
Ανορθογραφία επεξεργασία
λιοτρίβω
λιοτρίβω