Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιοτρίβω < λειοτρίβω < λειοτριβώ, από σύγχυση του «λειο-» (λείος, λειαίνω) με το λιο- (στη σημασία ελιά) με την επίδραση του λιοτριβειό (ελαιοτριβείο)

Ανορθογραφία επεξεργασία

λιοτρίβω

  • (σπάνιο) λανθασμένη γραφή του λειοτριβώ
    Στο εργοστάσιο παραγωγής πέλετ χρησιμοποιούνται τα ξύλα από τους κορμούς των δέντρων, τα οποία αποφλοιώνονται, θρυμματίζονται, ξεραίνονται, λιοτριβούνται, δηλαδή γίνονται σκόνη σαν πριονίδι και στη συνέχεια πρεσάρονται για να γίνει το πέλετ. [1]