Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

λιμό αρσενικό ή ουδέτερο

  1. γενική ενικού του λιμός
  2. (ασυνήθιστο) ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του λιμά