λιμό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
λιμό αρσενικό ή ουδέτερο
- γενική ενικού του λιμός
- (ασυνήθιστο) ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του λιμά
λιμό αρσενικό ή ουδέτερο