Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεπτῶς < λεπτ(ός) + -ῶς

  Επίρρημα επεξεργασία

λεπτῶς, συγκριτικός:λεπτοτέρως

  1. μικροσκοπικά, λεπτά, διακριτικά
  2. φτωχικά
    λεπτῶς ζῆν (Μένανδρος, Μονόστιχοι, 682)

  Πηγές επεξεργασία