λεπτῶς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
λεπτῶς, συγκριτικός :λεπτοτέρως
- μικροσκοπικά, λεπτά, διακριτικά
- φτωχικά
- ↪ λεπτῶς ζῆν (Μένανδρος, Μονόστιχοι, 682)
Πηγές επεξεργασία
- λεπτῶς, λεπτός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.