λατρευτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαλατρευτικά < λατρευτικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαλατρευτικά
- με λατρευτικό τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία λατρευτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαλατρευτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του λατρευτικό