λαντίνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαντίνο < (άμεσο δάνειο) ισπανική ladino < λατινική latinus
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαντίνο ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο
- (γλώσσα) → δείτε τη λέξη εβραιοϊσπανικά
λαντίνο ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο