Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαντίνο < (άμεσο δάνειο) ισπανική ladino < λατινική latinus

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαντίνο ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία