Ετυμολογία

επεξεργασία
κωτίλλω < λείπει η ετυμολογία

κωτίλλω (μόνο στον ενεστώτα)

  1. φλυαρώ
  2. (μεταφορικά) εξαπατώ κάποιον με κολακείες, καλοπιάνω
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 756
    [ΚΡΕ.] γυναικὸς ὢν δούλευμα, μὴ κώτιλλέ με.
    [ΚΡΕ.] Μιανής γυναίκας σκλάβε, πάψε με φλυαρίες να με σκοτίζεις.
    Μετάφραση (1940): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία