κωτίλλω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κωτίλλω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίακωτίλλω (μόνο στον ενεστώτα)
- φλυαρώ
- (μεταφορικά) εξαπατώ κάποιον με κολακείες, καλοπιάνω
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 756
- [ΚΡΕ.] γυναικὸς ὢν δούλευμα, μὴ κώτιλλέ με.
- [ΚΡΕ.] Μιανής γυναίκας σκλάβε, πάψε με φλυαρίες να με σκοτίζεις.
- Μετάφραση (1940): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- [ΚΡΕ.] γυναικὸς ὢν δούλευμα, μὴ κώτιλλέ με.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 756
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κωτίλλω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κωτίλλω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.