κροκ γκοφρ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κροκ γκοφρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική croque-gaufre

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κροκ γκοφρ θηλυκό άκλιτο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία