κροκ γκοφρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κροκ γκοφρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική croque-gaufre
Ουσιαστικό
επεξεργασίακροκ γκοφρ θηλυκό άκλιτο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κροκ γκοφρ
κροκ γκοφρ θηλυκό άκλιτο