κρεασιόν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακρεασιόν ουδέτερο άκλιτο
- καινούρια δημιουργία (αυτοκίνητο, μόδα, αντικείμενα), δημιούργημα
- Δεν είναι λίγοι αυτοί που περιμένουν με ανυπομονησία τις καινούριες "κρεασιόν" στο χώρο του αυτοκινήτου από την Toyota.