Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρεασιόν < γαλλική création

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρεασιόν ουδέτερο άκλιτο

Δεν είναι λίγοι αυτοί που περιμένουν με ανυπομονησία τις καινούριες "κρεασιόν" στο χώρο του αυτοκινήτου από την Toyota.

  Μεταφράσεις επεξεργασία