Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κρασπεδώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κρασπεδώνω
  2. θα κρασπεδώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κρασπεδώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

κρασπεδώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κρασπέδωση