Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
στιγμιότυπο από αγώνα κρίκετ

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρίκετ < (λόγιο δάνειο) αγγλική cricket

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkɾi.ket/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρίκετ ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία