κούρτη
Ετυμολογία
επεξεργασία- κούρτη < (άμεσο δάνειο) μεσαιωνική λατινική curits
Ουσιαστικό
επεξεργασίακούρτη θηλυκό
-
- παλάτι
- αυλή ηγεμόνα
-
- συγκέντρωση, συμβούλιο ευγενών στην Πελοπόννησο
- δικαστήριο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κούρτη - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].