Ετυμολογία

επεξεργασία
κόρτε < από την ιταλική φράση fare la corte < (άμεσο δάνειο) ιταλική corte (πριγκιπική ακολουθία, αυλή)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόρτε ουδέτερο άκλιτο

Παράγωγα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία