κόρτε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κόρτε < από την ιταλική φράση fare la corte < (άμεσο δάνειο) ιταλική corte (πριγκιπική ακολουθία, αυλή)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακόρτε ουδέτερο άκλιτο
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κόρτε
|