Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

κουφή

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουφή θηλυκό

  • (κυπριακά) το φίδι, αφού τα φίδια στερούνται την αίσθηση της ακοής