Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουτουρού < (άμεσο δάνειο) τουρκική götürü (τυχαία, με το μάτι, χωρίς να υπολογίζω)

  Επίρρημα επεξεργασία

κουτουρού

Σημειώσεις επεξεργασία

  • το συναντάμε κυρίως σαν: στα κουτουρού

  Μεταφράσεις επεξεργασία