Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουτιαίνω < κουτός + -ιαίνω

  Ρήμα επεξεργασία

κουτιαίνω

  1. (μεταβατικό) αποβλακώνω
  2. (αμετάβατο) αποβλακώνομαι

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία