Δείτε επίσης: κουστούμι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουστούμιν < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική custume ή (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική coustume, (διαφορετικό από το κουστούμι ή κοστούμι)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουστούμιν ουδέτερο

  • συνήθεια, έθιμο
    ※  15ος αιώνας Λεόντιος Μαχαιράς, Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν, Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Τόμος 2 σελ.@books-google
    ἀφέντη, εἶσαι πολλὰ θυμωμένος, καὶ ἐσκότισαν οἱ ἀφθαλμοί σου καὶ δὲν θωρεῖς τὸ πρᾶμαν πῶς πάγει· παρακαλοῦμέν σε ὡς ἀφέντης μας νὰ στραφῆς μὲ γλυκὺν βλέμμαν εἰς αὐτῆς μας, κατὰ τὰς παλαιὰς ἀσίζαις, συνήθεια, καὶ κουστουμία τοῦ αὐτοῦ ἐντίμου ρηγάτου.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία