Ετυμολογία

επεξεργασία
κουμπαριάζω < κουμπαρι(ά) + -άζω
ΔΦΑ : /kum.baɾˈʝa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κουμπαριάζω

κουμπαριάζω, αόρ.: κουμπάριασα (χωρίς παθητική φωνή)

Μεταφράσεις

επεξεργασία