Ετυμολογία

επεξεργασία
κουμπάσο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κομπάσο[1] με τροπή φθόγου [o] > [u] < ιταλική compasso[2][3]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουμπάσο ουδέτερο

  1. ο διαβήτης[2][3]
  2. (ναυτικός όρος) ο ναυτικός διαβήτης, για τη μέτρηση αποστάσεων στους ναυτικούς χάρτες[4]

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. κομπάσο Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 
  2. 2,0 2,1 λήμμα «κομπάσσο» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 λήμμα «κομπάσο» - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  4. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)