Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κομπάσο → δείτε τη λέξη κουμπάσο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κομπάσο ουδέτερο



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κομπάσο < (άμεσο δάνειο) ιταλική compasso.[1] Λέξη της ύστερης μεσαιωνικής(^)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κομπάσο ουδέτερο

  Αναφορές επεξεργασία

  1. κομπάσο Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 

  Πηγές επεξεργασία

  • η λέξη, στο έργο Ζήνων, Α´ 101, γραμμένο μετά το 1648.