κομπάσο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κομπάσο → δείτε τη λέξη κουμπάσο
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κομπάσο ουδέτερο
- άλλη μορφή του κουμπάσο
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κομπάσο ουδέτερο
Επεξεργασία
- ↑ «κομπάσο» - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). greek‑language.gr - η Πύλη για την ελληνική γλώσσα (του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας).
ΠηγέςΕπεξεργασία
- η λέξη, στο έργο Ζήνων, Α´ 101, γραμμένο μετά το 1648.