κοσίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακοσίζω
- θερίζω τριφύλλι ή άλλη χορτονομή χρησιμοποιώντας κόσα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κόσα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κοσίζω | κόσιζα | θα κοσίζω | να κοσίζω | κοσίζοντας | |
β' ενικ. | κοσίζεις | κόσιζες | θα κοσίζεις | να κοσίζεις | κόσιζε | |
γ' ενικ. | κοσίζει | κόσιζε | θα κοσίζει | να κοσίζει | ||
α' πληθ. | κοσίζουμε | κοσίζαμε | θα κοσίζουμε | να κοσίζουμε | ||
β' πληθ. | κοσίζετε | κοσίζατε | θα κοσίζετε | να κοσίζετε | κοσίζετε | |
γ' πληθ. | κοσίζουν(ε) | κόσιζαν κοσίζαν(ε) |
θα κοσίζουν(ε) | να κοσίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κόσισα | θα κοσίσω | να κοσίσω | κοσίσει | ||
β' ενικ. | κόσισες | θα κοσίσεις | να κοσίσεις | κόσισε | ||
γ' ενικ. | κόσισε | θα κοσίσει | να κοσίσει | |||
α' πληθ. | κοσίσαμε | θα κοσίσουμε | να κοσίσουμε | |||
β' πληθ. | κοσίσατε | θα κοσίσετε | να κοσίσετε | κοσίστε | ||
γ' πληθ. | κόσισαν κοσίσαν(ε) |
θα κοσίσουν(ε) | να κοσίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κοσίσει | είχα κοσίσει | θα έχω κοσίσει | να έχω κοσίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κοσίσει | είχες κοσίσει | θα έχεις κοσίσει | να έχεις κοσίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κοσίσει | είχε κοσίσει | θα έχει κοσίσει | να έχει κοσίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κοσίσει | είχαμε κοσίσει | θα έχουμε κοσίσει | να έχουμε κοσίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κοσίσει | είχατε κοσίσει | θα έχετε κοσίσει | να έχετε κοσίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κοσίσει | είχαν κοσίσει | θα έχουν κοσίσει | να έχουν κοσίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοσίζω
|