κορυβαντιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κορυβαντιώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Κορυβαντιῶ,[1] συνηρημένος τύπος του Κορυβαντιάω < Κορύβαντες, πληθυντικός του Κορύβας που τελούσαν τα θρησκευτικά καθήκοντά τους με έντονους θορύβους σε κατάσταση έξαλλου ενθουσιασμού
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ko.ɾi.van.diˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ρυ‐βα‐ντι‐ώ
Ρήμα
επεξεργασίακορυβαντιώ
- βρίσκομαι σε κατάσταση έξαλλου ενθουσιασμού ή φανατισμού όπως οι Κορύβαντες
Δείτε επίσης
επεξεργασίακαθαρεύουσα:
- κορυβαντιῶ
- κορυβαντιῶν (μετοχή)
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κορυβαντιώ
|
- ↑ κορυβαντιώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας