κορνίκλιον
Ετυμολογία
επεξεργασία- κορνίκλιον < (άμεσο δάνειο) λατινική corniculum
Ουσιαστικό
επεξεργασίακορνίκλιον ουδέτερο
- (ιστορία) κιβώτιο στο οποίο τοποθετούσαν το στέμμα του βασιλιά
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Μανασσῆς, Κωνσταντῖνος, De cerimoniis aulae Byzantinae, @catholiclibrary.org
- Τοῦ δὲ μεγάλου καὶ οἰκειακοῦ παππίου ἀνοίγοντος, εἰσέρχονται, καὶ καθέζονται ἐν τῷ βήλῳ τοῦ Πανθέου, καὶ εἶθ' οὕτως εἰσέρχονται οἱ βεστήτορες, καὶ αἴρουσι τὴν Μωσαϊκὴν ῥάβδον ἀπὸ τοῦ εὐκτηρίου τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ ὄντος ἐν τῷ Χρυσοτρικλίνῳ, καὶ οἱ τῶν ἀλλαξίμων τοῦ κουβουκλείου, μετὰ καὶ τῶν τῇ τάξει αὐτῶν διαιταρίων, αἴρουσι τὸ ταβλίν, ἐν ᾧ ἀπόκειται ἡ βασίλειος ἐσθής, καὶ τὰ κορνίκλια, ἅπερ τὰ βασίλεια ἔνδοθεν περιφέρουσι στέμματα,
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Μανασσῆς, Κωνσταντῖνος, De cerimoniis aulae Byzantinae, @catholiclibrary.org
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασία- κορνίκλια (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)
Πηγές
επεξεργασία- κορνίκλιον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)