Ετυμολογία

επεξεργασία
κορνίκλιον < (άμεσο δάνειο) λατινική corniculum

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κορνίκλιον ουδέτερο

  • (ιστορία) κιβώτιο στο οποίο τοποθετούσαν το στέμμα του βασιλιά
    ※  12ος αιώνας Μανασσῆς, Κωνσταντῖνος, De cerimoniis aulae Byzantinae, @catholiclibrary.org
    Τοῦ δὲ μεγάλου καὶ οἰκειακοῦ παππίου ἀνοίγοντος, εἰσέρχονται, καὶ καθέζονται ἐν τῷ βήλῳ τοῦ Πανθέου, καὶ εἶθ' οὕτως εἰσέρχονται οἱ βεστήτορες, καὶ αἴρουσι τὴν Μωσαϊκὴν ῥάβδον ἀπὸ τοῦ εὐκτηρίου τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ ὄντος ἐν τῷ Χρυσοτρικλίνῳ, καὶ οἱ τῶν ἀλλαξίμων τοῦ κουβουκλείου, μετὰ καὶ τῶν τῇ τάξει αὐτῶν διαιταρίων, αἴρουσι τὸ ταβλίν, ἐν ᾧ ἀπόκειται ἡ βασίλειος ἐσθής, καὶ τὰ κορνίκλια, ἅπερ τὰ βασίλεια ἔνδοθεν περιφέρουσι στέμματα,

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία
  • κορνίκλια (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)