Ετυμολογία

επεξεργασία
κονσιλάριος < (άμεσο δάνειο) λατινική consiliarius (consularis) < consilium

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κονσιλάριος αρσενικό

  1. σύμβουλος
  2. κυβερνήτης βυζαντινής επαρχίας
    ※  10ος αιώνας - Κωνσταντίνος Ζʹ Πορφυρογέννητος, Περὶ θεμάτων Άνατολῆς καὶ Δύσεως
    Ἐπαρχία Μακεδονίας αʹ· ὑπὸ κονσιλάριον, πόλεις λ[β]ʹ· Θεσσαλονίκη, Πέλλη, Εὔρωπος, ∆ίος, Βέρροια, Ἐορδαία, Ἔδεσσα, Κέλλη, Ἀλμωπία, Ἡράκλεια Λάκκου, Ἀντανία, Γέμινδος, Νικεδής, ∆ιόβουρος, Ἰδομένη, Βράγυλος, Πρίμανα, Μαρώνεια, Ἀμφίπολις, Νεάπολις, Ἀπολλωνία, Τόπειρος τὸ νῦν Ῥούσιον, Νικόπολις, †Ἰθάπολις†, Ἄκανθος, Κερεόπυργος, Βέρπη, Ἄραλος, ∆ιοκλητιανούπολις, Σεβαστόπολις. Ἐπαρχία Μακεδονίας βʹ· ὑφ' ἡγεμόνα, πόλεις ηʹ

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία