κονσιλάριος
Ετυμολογία
επεξεργασία- κονσιλάριος < (άμεσο δάνειο) λατινική consiliarius (consularis) < consilium
Ουσιαστικό
επεξεργασίακονσιλάριος αρσενικό
- σύμβουλος
- κυβερνήτης βυζαντινής επαρχίας
- ※ 10ος αιώνας - ⌘Κωνσταντίνος Ζʹ Πορφυρογέννητος, Περὶ θεμάτων Άνατολῆς καὶ Δύσεως
Ἐπαρχία Μακεδονίας αʹ· ὑπὸ κονσιλάριον, πόλεις λ[β]ʹ· Θεσσαλονίκη, Πέλλη, Εὔρωπος, ∆ίος, Βέρροια, Ἐορδαία, Ἔδεσσα, Κέλλη, Ἀλμωπία, Ἡράκλεια Λάκκου, Ἀντανία, Γέμινδος, Νικεδής, ∆ιόβουρος, Ἰδομένη, Βράγυλος, Πρίμανα, Μαρώνεια, Ἀμφίπολις, Νεάπολις, Ἀπολλωνία, Τόπειρος τὸ νῦν Ῥούσιον, Νικόπολις, †Ἰθάπολις†, Ἄκανθος, Κερεόπυργος, Βέρπη, Ἄραλος, ∆ιοκλητιανούπολις, Σεβαστόπολις. Ἐπαρχία Μακεδονίας βʹ· ὑφ' ἡγεμόνα, πόλεις ηʹ
- ※ 10ος αιώνας - ⌘Κωνσταντίνος Ζʹ Πορφυρογέννητος, Περὶ θεμάτων Άνατολῆς καὶ Δύσεως
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
ΣτΕ: με σήμανση «Επιγρ.» (σε Επιγραφή)