Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κονσερβατόριον < (λόγιο δάνειο) γαλλική conservatoire

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kon.seɾ.vaˈto.ɾi.on/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κον‐σερ‐βα‐τό‐ρι‐ον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κονσερβατόριον

  Πηγές επεξεργασία