Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοινωνικοπρακτικά < κοινωνικοπρακτικός +

  Επίρρημα επεξεργασία

κοινωνικοπρακτικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

κοινωνικοπρακτικά