Ετυμολογία

επεξεργασία
κλειδαριθμώ < κλειδάριθμος +

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kli.ða.ɾiθˈmo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλει‐δα‐ριθ‐μώ

κλειδαριθμώ, πρτ.: κλειδαριθμούσα, αόρ.: κλειδαρίθμησα, παθ.φωνή: κλειδαριθμούμαι, π.αόρ.: κλειδαριθμήθηκα, μτχ.π.π.: κλειδαριθημένος

  • προστατεύω με κλειδάριθμο
    ※  Η μορφή αυτή τεχνολογίας τυποποιεί και διαβιβάζει αυθεντικά και έγκυρα εντολές μεταφοράς κεφαλαίων σε διάφορα νομίσματα. Διευκολύνει κυρίως την εργασία των κατωτέρων και σε μικρότερο βαθμό των μεσαίων στελεχών, που διαφορετικά θα έπρεπε να κλειδαριθμούν και να αποκλειδαριθμούν τα μηνύματα που αποστέλλουν ή λαμβάνουν.
    Γεωργιάδου, Άννα (1997) Αναβάθμιση της τεχνολογίας και μεσαία στελέχη: τραπεζικός τομέας [μεταπτυχιακή εργασία] Θεσσαλονίκη: Πανεπιστήμιο Μακεδονίας σελ. 29 @dspace.lib.uom.gr
    ※  — Κλειδαρίθμηση (Το μήνυμα κλειδαριθμείται αυτόματα)
    Κανονισμός λειτουργίας συστήματος παρακολούθησης συναλλαγών επί τίτλων με λογιστική μορφή, Τράπεζα της Ελλάδος, 02/02/2010 [1]
    ※  Ίδια λειτουργία επιτελεί και το σύστημα SET (Secure Electronic Transaction), με το οποίο τα στοιχεία κλειδαριθμούνται με αλγόριθμο
    Δόλια χρήση δεδομένων πιστωτικής κάρτας από τρίτο, 21/12/2016, analuseto.gr [2]

  Μεταφράσεις

επεξεργασία