Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλαστώδης < κλαστ(ός) + -ώδης

  Επίθετο επεξεργασία

κλαστώδης

  • (για τόπο) «κομματιασμένος», ανώμαλος
    ※  14ος αιώνας, ανωνύμου, Χρονικόν του Μορέως, Επιμελητής:Schmitt, 1904, Κώδικες H & P στις σελίδες 452+453
    • έκδ.2015, σελ.452, κώδικας Κοπεγχάγης (Havniensis)
      Ὁ τόπος [ἐτοῦτος] ὅπου εἴμεστεν ἔνι κλα|στώδης τόπος
      κι οὐδὲν ἔνι διὰ πόλεμον κάμπος πλατύς, καθάριος,
      ὡς πολεμοῦν εἰς τὴν Φραγκίαν κ᾿ εἰς ὃλα τὰ ρηγᾶτα.
    • έκδ.2015, σελ.453, Παρισινός κώδικας (Parisinus)
      Ὁ τόπος ὅπου εἴμεστεν ἔναι κλασώδης τόπος
      καὶ οὐκ ἔναι διὰ πόλεμον κάμπος πλατύς, καθάριος,
      ὡς πολεμοῦν εἰς τὴν Φραγκία κ᾿ εἰς ὅλα τὰ ρηγᾶτα.
     συνώνυμα: συγκλαστός

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία