Ετυμολογία

επεξεργασία
κλαπωτός < κλαπώνω

  Επίθετο

επεξεργασία

κλαπωτός

  1. χρυσοκέντητος
  2. (συνεκδοχικά) η τέχνη κατασκευής χρυσοκέντητων
  3. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) χρυσοκέντητο ρούχο
    ※  12ος αιώνας Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Γ', στίχ. 90 (89-91) @georgakas.lit.auth.gr
    Ἐδάρε καὶ τὰ γράμματα, ἂν μ’ ἔποισαν τεχνίτην,
    ἀπ’ αὔτους ὁποὺ κάμνουσιν τὰ κλαπωτὰ καὶ ζῶσιν,
    νὰ ἔμαθα τέχνην κλαπωτὴν καὶ νὰ ἔζουν ἀπ’ ἐκείνην,
    Hans Eideneier (επιμ.), Πτωχοπρόδρομος, κριτική έκδοση, με σχέδια του Αλέκου Φασιανού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012.

Άλλες μορφές

επεξεργασία