Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κλακάζ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
κλακάζ
<
γαλλική
claquage
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κλακάζ
ουδέτερο
άκλιτο
παθαίνω κλακάζ
: « παθαίνω την
πλάκα
μου »,
αποσβολώνομαι
, «
τρελαίνομαι
», «
τα χάνω
»
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κλακάζ
γαλλικά
:
claquage
(fr)