Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλίρινγκ < (λόγιο δάνειο) αγγλική clearing με γραφή ⟨ng⟩ > ⟨νγκ⟩ για έμφαση στην προφορά του [ŋ] [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkli.ɾiŋɡ/ & /ˈkli.ɾiŋ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλίρινγκ ουδέτερο άκλιτο

  • (οικονομία) οικονομικό σύστημα μεταξύ κρατών σύμφωνα με το οποίο δημιουργούνται χρεωπιστωτικές συναλλαγές μεταξύ των επιχειρήσεων των δύο κρατών και την ευθύνη πληρωμής των τοπικών επιχειρήσεων αναλλαμβάνουν οι κρατικές τράπεζες, έτσι ώστε να μεταβιβάζονται σε κάθε εκκαθαριστική περίοδο μόνο οι διαφορές και να μειώνεται η μετακίνηση συναλλάγματος,

Άλλες γραφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία