Ετυμολογία

επεξεργασία
κιμπούτς < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή קיבוץ (kibúts) < קבץ (kavatz), μαζεύω, συγκεντρώνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κιμπούτς ουδέτερο άκλιτο

  • (στο Ισραήλ) οικονομικά αυτόνομη κοινότητα που βασίζεται στην οικονομική αλληλοβοήθεια, τη δημοκρατική οργάνωση και τις στενές κοινωνικές επαφές

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία