kibboutz
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
kibboutz | kibboutzs |
Ουσιαστικό επεξεργασία
kibboutz (fr) αρσενικό (πληθυντικός kibboutz ή kibboutzim)
- το κιμπούτς
ενικός | πληθυντικός |
kibboutz | kibboutzs |
kibboutz (fr) αρσενικό (πληθυντικός kibboutz ή kibboutzim)