Ετυμολογία

επεξεργασία
κατουρίζω < κατά (προς το λιμάνι) + οὐρίζω (< οὔριος), οδηγώ με ούριο άνεμο

κατουρίζω

  1. οδηγώ στο λιμάνι με ούριο άνεμο
  2. (μεταφορικά) εκπληρώνω

Δείτε επίσης

επεξεργασία