Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατουρίζω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Δείτε επίσης
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
κατουρίζω
<
κατά
(προς το λιμάνι) +
οὐρίζω
(<
οὔριος
), οδηγώ με
ούριο
άνεμο
Ρήμα
επεξεργασία
κατουρίζω
οδηγώ
στο
λιμάνι
με
ούριο
άνεμο
(
μεταφορικά
)
εκπληρώνω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
κατουρέω