Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατεπειγόντως
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
κατεπειγόντως
<
κατεπείγων
+
-ως
<
αρχαία ελληνική
κατεπειγω
Επίρρημα
επεξεργασία
κατεπειγόντως
(
λόγιο
) με
κατεπείγοντα
τρόπο
Άλλες μορφές
επεξεργασία
επειγόντως
Συνώνυμα
επεξεργασία
εσπευσμένα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατεπειγόντως
αγγλικά
:
urgently
(en)