κατεπείγει
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κατεπείγει < αρχαία ελληνική κατεπείγει, γ ενικό οριστικής ενεστώτα του κατεπείγω < κατά + ἐπείγω
Ρήμα Επεξεργασία
κατεπείγει
Συνώνυμα Επεξεργασία
Μεταφράσεις Επεξεργασία
κατεπείγει
|